συμψηφίζομαι

συμψηφίζομαι
συμψηφίζομαι, συμψηφίστηκα, συμψηφισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμψηφίζομαι — συμψηφίζω reckon together pres ind mp 1st sg συμψηφίζω reckon together pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμψηφίζω — ΝΜΑ [ψηφίζω] λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ) νεοελλ. συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό μσν. 1. ψηφίζω μαζί με κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”